- πετάλωμα
- το, -ατοςτο κάρφωμα των πετάλων στα πόδια των ζώων, καλίγωμα (από λ. λατ. caliga = στρατιωτικό υπόδημα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα … Dictionary of Greek
πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ … Dictionary of Greek
εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού … Dictionary of Greek
καλίγωμα — και καλίβωμα, το [καλιγώνω] πετάλωμα … Dictionary of Greek
καλιγοκάρφι — και καλιγόκαρφο, το (Μ καλιγοκάρφι) καρφί που χρησιμοποιείται για το πετάλωμα αλόγων ή άλλων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + καρφί] … Dictionary of Greek
καρφοπιάνω — τραυματίζω το πόδι τού ζώου με το καρφί τού πετάλου κατά το πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + πιάνω] … Dictionary of Greek
πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου … Dictionary of Greek
πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
καλίγωμα — το πετάλωμα: Αυτός δεν είναι καλός στο καλίγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)